Ιστορία
Το όνομα
Σύμφωνα με μια εκδοχή το χωριό οφείλει την ονομασία του στον πρώτο οικιστή ή ιδιοκτήτη της περιοχής με το όνομα Κλήρος. Από τη φράση «η περιοχή ή το κτήμα του Κλήρου» προήλθε η ονομασία του χωριού. Κατά μια άλλη εκδοχή το χωριό οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι όλοι οι άρρενες κάτοικοι του χωριού, σε απροσδιόριστη εποχή, έγιναν κληρικοί για να καταπολεμήσουν, όπως πίστευαν, μια θανατηφόρα επιδημία. Παραλλαγή αυτής της εκδοχής αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι του χωριού γίνονταν ιερείς και μοναχοί τους οποίους ονόμαζαν γενικά κληρικούς από όπου προήλθε η ονομασία του χωριού.
(Νέαρχου Κληρίδη, «Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου»)
Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, το όνομα «Κλήρου» εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου στον χριστιανισμό. Γύρω στο 392 μ.Χ. η Κλήρου, μετατράπηκε σε στρατιωτική βάση και κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με την αντιπαγανιστική νομοθεσία της εποχής, που έθεσε εκτός νόμου την αρχαία ελληνική θρησκεία όλοι έπρεπε να πάνε να δηλώσουν χριστιανοί στους Κληρικούς, για να έχουν δικαίωμα ιδιοκτησίας γης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας στα υπάρχοντά τους. Από την πρόταση «θα πάμε στους κληρικούς» στην κυπριακή διάλεκτο, πάμε να δούμε τους Κλήρους, δημιουργήθηκε το όνομα Κλήρου. (Δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε αυτή την πληροφορία).
Το όνομα της Κλήρου ιστορικά καταγράφεται στο Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά ο οποίος
αναφέρει ότι το 1360 ο βασιλιάς Πέτρος ο Α ́ έστειλε δύο αντιπροσώπους του στον Πάπα, τον κύριο Ιωάννη ντε Μόρφου, κόμη ντε Ρουχά και στρατάρχη της Κύπρου και τον κύριο Θωμά ντε Μοντολίφ της Κλήρου, τον αδετούρη (γενικό ελεγκτή) της Κύπρου. Αναφέρεται επίσης σε δύο άλλα σημεία όταν μιλά και πάλι για τον Μοντολίφ της Κλήρου. Το χωριό Κλήρου είναι καταγραμμένο στο χάρτη του Leonita Attar με χρονολογία 1542, με τα λατινικά γράμματα «cliru».
Από όσα αναφέρονται πιο πάνω φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, από το 1192 έως το 1489, η Κλήρου ήταν φέουδο της οικογένειας των Μοντολίφ. Ένας από τους Μοντολίφ ο Σίμον (1294-1310) ήταν από τους ηγέτες των Ναϊτών στην Κύπρο.
Το 1308 ο Πάπας διέταξε τη σύλληψη όλων των Ναϊτών στο νησί. Ο Αμάλριχος (Αμορί) πρίγκιπας της Τύρου κυβερνούσε την Κύπρο εκείνη την εποχή ο οποίος είχε ανατρέψει τον αδελφό του Ερρίκο Β ́ της Κύπρου με τη βοήθεια των Ναϊτών και τον εξόρισε στην Αρμενία. Οι Ναΐτες υποψιάστηκαν τον Αμάλριχο για τις συλλήψεις και ανέθεσαν στον Σίμον την εξόντωση του. Ο Σίμον Μοντολίφ μαζί με έμπιστους από την Κλήρου, ενέδρευσαν στην πλατεία του χωριού Πεντάγεια και ντυμένοι ως ιπποκόμοι (σταβλίτες) αφόπλισαν τους φρουρούς του Αντιβασιλιά.
Ο Σίμον Μοντολίφ αφού αποκεφάλισε σε μονομαχία τον Αμάλριχο, του αφαίρεσε το βασιλικό
περιδέραιο. Οι σύντροφοί του απαίτησαν και το δαχτυλίδι και τότε ο Σίμον ντε Μοντολίφ έκοψε το δεξί χέρι του Αμάλριχου και το πήραν μαζί τους. Η μητέρα του Σίμον, Λάουρα Μοντολίφ, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στον γιο της οι έμπιστοι από την Κλήρου, προίκισε επτά οικογένειες από αυτούς με το γνωστό κτήμα Λάουρα στην Κλήρου.
Από την πληροφορία αυτή βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το όνομα της αγροτικής περιοχής της Κλήρου, ‘‘Λάουρα’’, προήλθε από το όνομα της Λάουρας Μοντολίφ.
(Την τελευταία παράγραφο δεν μπορούμε να την τεκμηριώσουμε).
Σταύρος Μαυρουδής & Μίκης Γεωργίου
αρχαιολογικά ευρήματα
Η περιοχή της Κλήρου ήταν κατοικημένη από τα αρχαία χρόνια, αλλά μας είναι άγνωστο το πώς ονομαζόταν το χωριό εκείνο τον καιρό.
Το ότι στην περιοχή του χωριού μας κατοικούσαν άνθρωποι από αρχαιοτάτων χρόνων το ξέρουμε από το ότι η περιοχή είναι διάσπαρτη με εκατοντάδες λάκκους, γαλαρίες, τόπους επεξεργασίας μετάλλου και αρχαίους τάφους.
Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, στην Ταμασσό υπήρχαν ορυχεία αργύρου στην περιοχή Αετόβρυση και Κουλουπάδες (γεωγραφικές περιοχές της Κλήρου).
Βρέθηκαν πολλές αρχαιότητες από τις οποίες οι περισσότερες χάθηκαν επειδή οι άνθρωποι δεν ήξεραν τη μεγάλη τους αρχαιολογική αξία και δεν φρόντισαν να τις διατηρήσουν ή ακόμα χειρότερα πολλές από αυτές έπεσαν σε χέρια τυμβωρύχων και αρχαιοκάπηλων.
Ο Πληθυσμός
Η ευρύτερη περιοχή της Κλήρου στην αρχαιότητα ήταν προέκταση του βασιλείου της Ταμασσού.
Οι διάσπαρτοι κάτοικοι της περιοχής που ασχολούνταν με το κυνήγι, τη γεωργία τη κτηνοτροφία και την εξόρυξη και επεξεργασία ορυκτών, κατοικούσαν σε μικρούς οικογενειακούς οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί διαφοροποιούνταν με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τις συνθήκες κάθε εποχής.
Τη Ρωμαϊκή εποχή αναπτύχθηκε περισσότερο η εκμετάλλευση των ορυκτών, τη βυζαντινή περίοδο κάποιοι οικισμοί απόκτησαν μικρή εκκλησία, όπως του Αγίου Μάμα, της Αγίας Μαρίνας, του Λάγνη, της Κλήρου κ.λ.π. Επί Τουρκοκρατίας μερικοί οικισμοί απόκτησαν και μουσουλμάνους κατοίκους.
Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας πρέπει να υπήρχαν πάνω από 10 μικροί οικισμοί με μερικές οικογένειες ο καθένας, όπως o Άγιος Μάμας, η Αγία Μαρίνα, η Κλήρου, το Απλίκι, ο Λάγνης, ο Σιρφούκος, ο Κουλουπάς κ.ά. Όταν ξέσπασε στην Κύπρο η επιδημία της χολέρας μετά το 1850 πολλοί κάτοικοι πέθαναν.
Όσοι επέζησαν από τη χολέρα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και εγκαταστάθηκαν στην Κλήρου, στη Μαλούντα, στο Αρεδιού και αλλού. Στο Αρεδιού κατέφυγαν κυρίως οι μουσουλμάνοι. Στη συνέχεια οι μικροί αυτοί οικισμοί ερημώθηκαν.
Την περίοδο αυτή η Κλήρου λόγω της πλεονεκτικής της θέσης έγινε το κέντρο της περιοχής και σταθμός των διερχομένων όσων ταξίδευαν με τα ζώα και τις άμαξες, από την Πιτσιλιά στη Λευκωσία και αντίστροφα. Γι’ αυτό το λόγο λειτούργησαν στην Κλήρου δύο χάνια (πανδοχεία).
Το χάνι του Χατζηβασίλη που βρίσκεται απέναντι από τη βόρεια πλευρά της Εκκλησίας και το χάνι του Χρυσαφιάδη
που βρίσκεται στον κύριο δρόμο λίγο ανατολικότερα από το χάνι του Χατζηβασίλη.
Εδώ κατέλυαν οι διερχόμενοι αγωγιάτες για να ξεκουραστούν, να φάνε ή να διανυκτερεύσουν εκείνοι και τα ζώα τους.
Παράλληλα οι κάτοικοι της Κλήρου εκμεταλλεύτηκαν τα επιφανειακά και τα υπόγεια νερά έτσι που αυξήθηκε η γεωργική αλλά και η κτηνοτροφική παραγωγή.
Η Χρήση Της Γης
Σύμφωνα με τα μέλη της ομάδας του Sydney Cyprus Survey Project η περιοχή Ορεινής σφύζει από ζωή για τουλάχιστον 7,000 χρόνια. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι άνθρωποι της περιοχής αλλιεργούν δημητριακά και ελιές, βόσκουν τα ζώα τους, λατρεύουν τους θεούς τους, ασχολούνται με την εξόρυξη και επεξεργασία του χαλκού, πολεμούν με τη διάβρωση του εδάφους, ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους, και μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Η αγροτική ζωή ήταν σύνθετη, συχνά πολύ καλά οργανωμένη και πάντα μεταβαλλόμενη. Οι κάτοικοι του χωριού μας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν σχεδόν όλοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Χρησιμοποίησαν τη μάνα γη για την επιβίωσή τους. Καλλιέργησαν όλη τη γη η οποία ήταν στη διάθεσή τους.
Στις ορεινές και λοφώδεις εκτάσεις έσκαψαν το έδαφος, έκτισαν δόμες και μετά από κοπιώδεις εργασίες καλλιεργούσαν αμπέλια και στις παρυφές των χωραφιών, στους όχτους και στις πλαγιές των αρκατζιών φύτευαν αμυγδαλιές και κάποτε συκιές. Τα κρασιά της Κλήρου σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, την ενετική περίοδο έφθαναν μέχρι τη Βενετία.
Στις πεδινές εκτάσεις εφάρμοσαν δύο είδη καλλιεργειών τις ξηρικές και τις αρδευόμενες. Στα
περισσότερα χωράφια του χωριού μας καλλιεργούσαν ξηρικές καλλιέργειες όπως το σιτάρι και το
κριθάρι. Τη χρονιά της αγρανάπαυσης, καλλιεργούσαν άνεδρα κουκιά, λουβάνα, φακή, φαβέττα, ρόβι ή
καλοκαιρινά φυτά όπως λουβί, ρεβίθι, βαμβάκι, σησάμι, αρτισιά ή ποστάνια με καρπούζια και πεπόνια
ανάμεικτα με βαμβάκι και σησάμι.
Στα αρδευόμενα χωράφια καλλιεργούσαν διάφορα λαχανικά όπως λάχανα, κραμπιά, ντομάτες,
αγγουράκια, φασολάκια, σέλινα, κόλιανδρο, μελιντζάνες, μπιζέλια και στα νεώτερα χρόνια πατάτες. Στα
φτανοχώραφα, τα οποία είχαν μικρή παραγωγή καλλιεργούσαν όσπρια και κτηνοτροφικά φυτά. Τα
όσπρια ήταν τα κουκιά, η λουβάνα, η φακή, τα ρεβίθια και τα κτηνοτροφικά το ρόβι, ο βίκος, η φαβέττα
και το σιφφωνάριν.
Επίσης ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν αμυγδαλιές, ροδιές, συκιές και κυρίως ελιές.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στο χωριό μας ήταν ανεπτυγμένη και η αγγειοπλαστική τέχνη με την
οποία ασχολούνταν μερικές οικογένειες. Τα προϊόντα που κατασκεύαζαν όπως πιθάρια, κουμνιά, σταμνιά
και κυρίως κούζες και κουζούθκια ήταν πασίγνωστα και προτιμητέα στη γύρω περιοχή.
Ιστορικές Αναφορές
Ο γεωγράφος Κώστας Μυριανθέας στο βιβλίο του Γεωγραφία της Κύπρου που εκδόθηκε το 1945
γράφει για την Κλήρου.
Τζιόρτζ Τζέφρη, Αρχιτέκτονας Αγγλικής κυβέρνησης που υπηρετούσε στην Κύπρο.
‘‘…Κλήρου. Ένα μεγάλο χωριό απ’ όπου ένας χωμάτινος δρόμος οδηγεί στο μοναστήρι του Λάγνη (ένα
απλό σκεπαστό κτίριο) και ο οποίος συνεχίζει δια μέσου μιας απολαυστικής κοιλάδας για να καταλήξει στο
μοναστήρι του Μαχαιρά.
Όλες οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια του χωριού, και φαίνεται ότι υπήρχαν αρκετά, έχουν εξαφανιστεί και
έχουν δώσει την θέση τους σε ένα μονοθολικό κτίριο. Μέσα σε αυτή την εκκλησία, που είναι αφιερωμένη
στην Παναγία την Ευαγγελίστρια έχουν μαζευτεί εικόνες από παλαιότερα παρεκκλήσια, και έχει
δημιουργηθεί μια περίεργη συλλογή, από ερειπωμένα δείγματα Βυζαντινής ζωγραφικής όλων των περιόδων.
Το εικονοστάσι επίσης της εκκλησίας έχει κατασκευαστεί από τρία διαφορετικά τμήματα, αρχαία σκαλιστά
και επιχρυσωμένα και διαθέτει άφθονα και περίτεχνα χειροποίητα σκαλιστά και αξίζει να το περιεργαστεί
κάποιος. Ένα μάλιστα από τα τμήματα του εικονοστασίου χρονολογείται από το 1741 …’’
Βιβλίο: <<Historic Monuments of Cyprus>>, 1918, σελίδα 303.
Ρούπερτ Γκάνης, Ιστορικός Αγγλικής Κυβέρνησης ‘‘… Ο μεγάλος αριθμός των αρχαίων τάφων που έχουν βρεθεί πέριξ του χωρίου μαρτυρεί ότι η περιοχή πρέπει να κατοικείτο από τα πολύ παλιά χρόνια. Η μεγάλη σύγχρονη εκκλησία της Παναγίας, βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, ενώ σημάδια του δαπέδου της προηγούμενης εκκλησίας που βρισκόταν στον ίδιο χώρο είναι εμφανή στο βόρειο μέρος του νέου κτίσματος. Το κεντρικό μέρος του εικονοστασίου της εκκλησίας προέρχεται από αυτό ακριβώς το προηγούμενο εκκλησιαστικό κτίσμα και χρονολογείται από το 1748. Από το ίδιο παλαιό κτίριο προέρχεται και μια εικόνα της Παναγίας που χρονολογείται από τις αρχές του 1700. Η εικόνα της αποκάλυψης καλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα ασημιού και είναι μια θαυματουργή-βροχοποιός εικόνα.
Περίπου ένα μίλι έξω από το χωριό βρίσκεται το μικρό μοναστήρι της Παναγίας του Λάγνη, ένα μικρό
αρχαίο και σκεπαστό οικοδόμημα το οποίο περιτριγυρίζεται από μοναστικά ερείπια. Το εσωτερικό του
μοναστηρίου δεν περιέχει τίποτα το ενδιαφέρον. Οι χωρικοί αναφέρουν την εξής ιστορία που σχετίζεται με
το μοναστήρι. “Πριν από πολλά χρόνια Τούρκοι ήρθαν από το διπλανό χωριό το Αρεδιού, στα μέσα του
Ιουλίου, την πιο ζεστή περίοδο του χρόνου, και έκλεψαν τις δοκούς από την οροφή της εκκλησίας. Πριν
καλά φύγουν από το μοναστήρι, οργισμένη η Παναγία από την πράξη τους, έστειλε χαλάζι τόσο μεγάλο που
σκότωσε αμέσως τα ζώα που μετέφεραν τα ξύλα …
Βιβλίο: <<Historic Cyprus>>, σελίδα 175.